Περσικός

Περσικός
Περσικός, ή, όν, Persian, ἡ Περσική (sc. χώρα) Persia, Hdt.4.39, etc. Adv. -
A

κῶς Ael.VH12.1

.
2 Περσικαί, αἱ, slippers, Ar.Nu. 151; τὼ Περσικά (dual) Id.Lys.229.
3 ψιλὴ Π. Persian carpet, Callix.2.
4 Περσικός, , or Περσικόν, τό, peach, v. μηλέα, μῆλον (B):—also [full] περσική, , peach-tree, Gal.12.76 (but = ἑλένιον, Dsc.1.28); Π. καρύα, , the Persian nut, walnut, IG22.1013.18, Thphr.HP3.6.2.
5 Π. ὄρνις the common cock, Ar.Av.485, 707; ὁ Π. alone, Cratin. 259.
6 Περσικόν, τό, a Persian dance, Ar.Th.1175;

τὸ Π. ὠρχεῖτο X.An.6.1.10

.
7 τὰ Π. the Persian war, Pl.Lg.642d, etc. (earlier called τὰ Μηδικά); but ὁ Π. πόλεμος the war with Perseus, Plb.3.3.8.
8 oriental, gorgeous,

στολαί Men.24

, cf. Hipparch.Com.1.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Περσικός — slippers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικός — slippers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ …   Dictionary of Greek

  • περσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή τους Πέρσες ή προέρχεται από την Περσία: Περσικά χαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • Περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl περσική slippers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”